- λαθραναγνώστης
- οθηλ. -ώστρια ο αναγνώστης που διαβάζει κρυφά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαθραναγνώστης — ο αυτός που διαβάζει λαθραία, χωρίς να αγοράζει το έντυπο που διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἀναγνώστης] … Dictionary of Greek
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek